ψαριέρα

ψαριέρα
η
μακρουλό σκεύος που χρησιμοποιείται για το ψήσιμο των ψαριών ή για την εναπόθεση ψημένων ψαριών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ψαριέρα — η, Ν επίμηκες μεταλλικό σκεύος με κάλυμμα, για το ψήσιμο ψαριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψάρι (Ι) + κατάλ. ιέρα (πρβλ. ψηστ ιέρα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”